- εξανάστροφος
- και ξανάστροφος, -η, -ο (Μ ἐξανάστροφος και ξανάστροφος, -η, -ο)1. αυτός που έχει αντίστροφη φορά, αντίστροφος, ανάποδος2. αναποδογυρισμένος3. μσν. το ουδ. ως ουσ. το ξανάστροφοντο αντίθετο, η αναποδιά, η ατυχία. Επίρρ. (ε) ξανάστροφα1. (για διαπομπευόμενους) ανάποδα, από την αντίθετη κατεύθυνση («ἐκάθισαν αὐτὸν ἐπὶ ὄνου σαγματωμένου ἐξανάστροφα, κρατοῡντα τὴν οὐρὰν αὐτοῡ», Θεοφάν.)2. από την ανάποδη, από το αντίστροφο μέρος, αντίστροφα.
Dictionary of Greek. 2013.